ακροάσιμος

ακροάσιμος
-η, -ο
αυτός που μπορεί ή αξίζει να τον ακούσει κανείς: Η μουσική αυτή είναι ακροάσιμη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακροάσιμος — η, ο [ακροάζομαι] ο άξιος ή ο κατάλληλος να ακουστεί …   Dictionary of Greek

  • ακροάζομαι — (Α ἀκροάζομαι) νεοελλ. 1. (για γιατρούς) ακούω με το αφτί ή με τη βοήθεια στηθοσκοπίου τους ψόφους ή ήχους που παράγονται στην καρδιά, στους πνεύμονες κ.λπ. 2. ακούω με προσοχή, αφουγκράζομαι αρχ. ἀκροῶμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού ρ. ἀκροῶμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”